ναυαγήσῃ

ναυαγήσῃ
ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω
suffer shipwreck
aor subj mid 2nd sg
ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω
suffer shipwreck
aor subj act 3rd sg
ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω
suffer shipwreck
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνσλους — (γερμ. αnschluss = ένωση). Όρος που δηλώνει, ειδικότερα, την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Την ένωση των δύο χωρών είχαν απαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου πολέμου με τις συνθήκες ειρήνης των Βερσαλιών με τη Γερμανία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”